- κρανοκολάπτης
- κρανοκολάπτηςpoisonous spidermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρανοκολάπτης — κρανοκολάπτης, ὁ (Α) είδος δηλητηριώδους αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κρᾶνον (βλ. λ. κρανίο) + κολάπτης < κολάπτω «σκαλίζω»] … Dictionary of Greek
κρανοκολάπτην — κρανοκολάπτης poisonous spider masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανοκολάπτου — κρανοκολάπτης poisonous spider masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλοκρούστης — κεφαλοκρούστης, ὁ (Α) κρανοκολάπτης*. είδος δηλητηριώδους αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + κρούστης (< κρούστης < κρούω «χτυπώ»), πρβλ. ζυγο κρούστης, κυμβαλο κρούστης] … Dictionary of Greek
κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… … Dictionary of Greek